ἀεροδρόμον — ἀεροδρόμος traversing the air masc/fem acc sg ἀεροδρόμος traversing the air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεροδρόμε — ἀεροδρόμος traversing the air masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεροδρόμου — ἀεροδρόμος traversing the air masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεροδρόμους — ἀεροδρόμος traversing the air masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροδρομικός — ή, ό [ἀεροδρόμος] αυτός που είναι σχετικός με το αεροδρόμιο … Dictionary of Greek
αεροδρομώ — ἀεροδρομῶ ( έω) (Α) [ἀεροδρόμος] διασχίζω τον αέρα, ταξιδεύω στον αέρα … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 627 μ., 6 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοζάνης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 282 κάτ.) του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ακρωτηρίου. * * * το… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… … Dictionary of Greek